- πυξάρι
- πυξάρι, το και πυξός, ο και πυξαριά, ηθάμνος της οικογένειας Bουξίδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυξάρι — το, Ν [πύξος] το φυτό πύξος … Dictionary of Greek
Άνω Πυξάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 41 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Ξηροπόταμου, πάνω στον δρόμο προς την Ξάνθη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου … Dictionary of Greek
πυξαριά — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.) στην πρώην επαρχία Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. * * * η, Ν [πυξάρι] το πυξάρι, το φυτό πύξος … Dictionary of Greek
πυξάκανθα — η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο νεοελλ. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα] … Dictionary of Greek
πύξος — (και πυξάρι ή τσιμισίρι). Επιστημονικά λέγεται βούξος ο αειθαλής και είναι θάμνος της οικογένειας των βουξιδών (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει μόνος του στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας. Καλλιεργείται γενικά στους κήπους και στα… … Dictionary of Greek
πυξός — ο βλ. πυξάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)